πέργουλα

πέργουλα
πέργο(υ)λιά η беседка из винограда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πέργουλα" в других словарях:

  • PERGULA — apud Ulpianum in l. haeres. §. 2. de Iudic. ut tradit Cuiacius l. 11. Observ. 13. in fin. est exedra angusta, in superficie aliqua aedium, ut Glossae Antiquorum explicant, ὑπερῷον, ἰκρία ὀροφὴ, ςτενοίκημα. Tertullian. adv. Valent. Cenacula in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πέργκολα — και πέργολα και πέργουλα και περγο(υ)λιά, η μονοπάτι περιπάτου ή αναβαθμίδα σε κήπο ή πάρκο που στεγάζεται με ένα πλαίσιο καλυμμένο με αναρριχητικά φυτά, τα οποία προσφέρουν σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pergola < λατ. pergula «σκεπή, σκηνή» (< …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»